Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ия η ακτινολογία

См. также в других словарях:

  • ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… …   Dictionary of Greek

  • ακτινολογία — η ιατρική ειδικότητα για τη μελέτη και εφαρμογή των ακτινών Χ στη διαγνωστική και τη θεραπευτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακτινολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ακτινολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτινολογία, πρβλ. αγγλ. radiological] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… …   Dictionary of Greek

  • ακτινογραφία — Ακτινοδιαγνωστικό μέσο, όπου απεικονίζονται σε φωτογραφικό φιλμ τα διάφορα όργανα του σώματος. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * ή (Α ἀκτινογραφία) νεοελλ. 1. αποτύπωση φωτογραφικών εικόνων με τη βοήθεια τών ακτίνων Χ (Ραίντγκεν), ακτινογράφηση 2. η… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοδιαγνωστική — Η χρησιμοποίηση ακτινοβολιών για ιατρικούς, διαγνωστικούς σκοπούς. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * η Ιατρ. η χρησιμοποίηση μηχανημάτων ακτίνων Χ και ιοντίζουσας ή μη ακτινοβολίας για τον προσδιορισμό και την εντόπιση παθολογικών διαταραχών. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοθεραπεία — Θεραπευτική μέθοδος, που χρησιμοποιεί τη βιολογική δράση των ιονιζουσών ακτινοβολιών, κυρίως των ακτίνων Χ. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * η Ιατρ. η χρήση ακτίνων Χ ή ραδιενεργών ουσιών (όπως το ράδιο ή το κοβάλτιο 60) για τη θεραπεία μιας νόσου,… …   Dictionary of Greek

  • ακτινολόγος — ο, η ο γιατρός που έχει την ειδικότητα τής ακτινολογίας, που ασχολείται δηλ. με την ακτινοδιαγνωστική ή την ακτινοθεραπευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτινολογία, πρβλ. αγγλ. radiologist] …   Dictionary of Greek

  • ακτινοσκόπηση — Ακτινοδιαγνωστική μέθοδος κατά την οποία προβάλλονται, σε κατάλληλες οθόνες, τα διάφορα όργανα του σώματος κατά τη λειτουργία τους. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * η Ιατρ. η παρατήρηση εσωτερικών οργάνων τού ανθρώπινου σώματος με τη βοήθεια τών ακτίνων …   Dictionary of Greek

  • περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»